- διάβορος
- διαβόροςdevouringmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάβορος — διάβορος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει 2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + βορος < βορά*] … Dictionary of Greek
διάβορον — διαβόρος devouring masc/fem acc sg διαβόρος devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβόρου — διαβόρος devouring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβόρῳ — διαβόρος devouring masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek